ρινόφωνος

ρινόφωνος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που μιλά, τραγουδά ή ψάλλει με έρρινη φωνή
2. αυτός που πάσχει από ρινολαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥις, ῥινός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. λαρυγγό-φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Βεργωτή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρινόφωνος — η, ο αυτός που έχει έρρινη φωνή: Ο αριστερός ψάλτης αυτής της εκκλησίας είναι ρινόφωνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”